πνευμων

πνευμων
    πνεύμων
    ион.-атт. πλεύμων -ονος ὅ преимущ. pl.
    1) легкие Hom., Aesch., Arst., Plat.
    2) внутренности Soph.
    3) «легкое» (род моллюска) Plat., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πνευμων" в других словарях:

  • πνεύμων — the lungs masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμων — όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και πλεμόνι Ν, και πλεύμων Α στον πληθ. οι πνεύμονες (ανατ. φυσιολ. ιατρ.) τυπική δομή τών σπονδυλοζώων, ζεύγος οργάνων τής θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η ανταλλαγή τών αερίων μεταξύ τού οργανισμού (τού… …   Dictionary of Greek

  • πνευμόνων — πνεύμων the lungs masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονα — πνεύμων the lungs masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονας — πνεύμων the lungs masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονες — πνεύμων the lungs masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονι — πνεύμων the lungs masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμονος — πνεύμων the lungs masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμοσι — πνεύμων the lungs masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνεύμοσιν — πνεύμων the lungs masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεύμον' — πλεύμονα , πλεύμων the lungs masc acc sg πλεύμονι , πλεύμων the lungs masc dat sg πλεύμονε , πλεύμων the lungs masc nom/voc/acc dual πλεύμονα , πνεύμων the lungs masc acc sg (attic) πλεύμονι , πνεύμων the lungs masc dat sg (attic) πλεύμονε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»